- επικραδαίνω
- ἐπικραδαίνω (Α)1. κραδαίνω πάνω σε κάτι, επισείω2. κινώ βίαια, σείω πάνω από κάτι3. παθ. ἐπικραδαίνομαιάγομαι, φέρομαι, κινούμαι από κάποιον («πρὸς ἀμφοτέρας τὰς ἐκβάσεις ταῑς ἐλπίσιν ἐπικραδαίνεσθαι», Γρηγ. Νύσσ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + κραδαίνω «σείω δυνατά»].
Dictionary of Greek. 2013.